ἀργυροπράτης

ἀργυροπράτης
ἀργῠρο-πράτης [ᾱ], ου, ,
A money-dealer, PSI1.76.2 (vi A.D.):—hence [suff] ἀργῠρο-ᾱτικός, ή, όν, Just.Nov.136.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αργυροπράτης — ἀργυροπράτης, ο (AM) ο αργυραμοιβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πράτης < θ. πρα του ρ. πέρνημι «ανθρωποεμπορεύομαι, πουλώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἀργυροπράτης — money dealer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροπράται — ἀργυροπράτης money dealer masc nom/voc pl ἀργυροπράτᾱͅ , ἀργυροπράτης money dealer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροπρατῶν — ἀργυροπράτης money dealer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροπράταις — ἀργυροπράτης money dealer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροπράτου — ἀργυροπράτης money dealer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροπράτῃ — ἀργυροπράτης money dealer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροπράτας — ἀργυροπράτᾱς , ἀργυροπράτης money dealer masc acc pl ἀργυροπράτᾱς , ἀργυροπράτης money dealer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ASEMA tunica — Graece ἄσημος, dicta apud Romanos quae clavis carebat: σημεῖον enim clavus vestis, σημειωταὶ clavata: vestes vocabantur, monente Casaubonô; et χιτῶνας πλατυσήμους, tunicas laticlavi, apud Strab. l. 2. reddit Ferrarius. Lamprid. in Alexandro, c.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • αρωματοπράτης — ἀρωματοπράτης, ο (Μ) ο αρωματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + πράτης < (θ.) πρᾱ , πιπράσκω, πέρνημι «πουλάω» (πρβλ. αργυροπράτης, μεταπράτης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”